σκανιάζω

σκανιάζω
σκανιάζομαι см. στενοχωρώ, στενοχωριούμαι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σκανιάζω" в других словарях:

  • σκανιάζω — Ν [σκάνια] 1. (μτβ.) κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί πολύ, τόν σκάζω 2. (αμτβ.) στενοχωριέμαι πάρα πολύ, σκάω από τη θλίψη μου 3. φρ. «μην μού σκανιάζεις» μην τό παίρνεις κατάκαρδα, μην στενοχωριέσαι τόσο πολύ …   Dictionary of Greek

  • σκανιάζω — σκάνιασα, κάνω κάποιον να στενοχωρεθεί πολύ, τον σκάζω: Αγόρασε καινούριο φόρεμα και σκανιάζει την αδελφή της που φοράει το παλιό της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»